- Καρπενήσιος
- ο, θηλ. -αο Καρπενησιώτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καρπενησιώτης — Ποταμός (15 χλμ.) της Στερεάς Ελλάδας στον νομό Ευρυτανίας. Διασχίζει το λεκανοπέδιο του Καρπενησίου, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του. Ακολουθεί παράλληλη πορεία με την οδό Καρπενησίου Προυσού και αργότερα ενώνεται με τους ποταμούς… … Dictionary of Greek